- ἀωρί
- ἀωρί, zur Unzeit, zu früh, bes. um Mitternacht, intempesta nocte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀωρί — at an untimely hour indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωρίς — και ενωρίς επίρρ. 1. προτού έλθει ή προτού περάσει ο καθορισμένος χρόνος, γρήγορα (α. «έφυγε νωρίς από τη δουλειά του» β. «είναι πολύ νωρίς ακόμη για να εμφανιστεί») 2. έγκαιρα, πάνω στην ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ενωρίς σχηματίστηκε από τη φρ. ἐν… … Dictionary of Greek